ακτίνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακτίνιο | τα | ακτίνια |
γενική | του | ακτινίου & ακτίνιου |
των | ακτινίων |
αιτιατική | το | ακτίνιο | τα | ακτίνια |
κλητική | ακτίνιο | ακτίνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ακτίνιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀκτίνιον, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radian ακτίν(α) + -ιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτίνιο ουδέτερο
- (γεωμετρία) μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με την επίκεντρη γωνία κύκλου που βαίνει σε τόξο μήκους ίσου με την ακτίνα του κύκλου (ή με άλλα λόγια ίση με 180/π μοίρες)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαακτίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική actinium < ελληνιστική κοινή ἀκτῖνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτίνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 89 και χημικό σύμβολο το Ac
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακτίνιο
Πηγές
επεξεργασία- ακτίνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας