ανάποδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανάποδος | η | ανάποδη | το | ανάποδο |
γενική | του | ανάποδου | της | ανάποδης | του | ανάποδου |
αιτιατική | τον | ανάποδο | την | ανάποδη | το | ανάποδο |
κλητική | ανάποδε | ανάποδη | ανάποδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανάποδοι | οι | ανάποδες | τα | ανάποδα |
γενική | των | ανάποδων | των | ανάποδων | των | ανάποδων |
αιτιατική | τους | ανάποδους | τις | ανάποδες | τα | ανάποδα |
κλητική | ανάποδοι | ανάποδες | ανάποδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάποδος < ανα- + -ποδος (< πόδι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈna.po.ðos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /aˈna.po.ði/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /aˈna.po.ðo/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαανάποδος, -η, -ο
- που είναι ή κινείται σε αντίθετη φορά ή κατεύθυνση από ό,τι πρέπει ή συνηθίζεται
- που εναντιώνεται στις προθέσεις ή στις επιθυμίες κάποιου
- (για πρόσωπα) ο στρυφνός, ο δύστροπος
- που δεν προσφέρεται για χρήση
- ≈ συνώνυμα: άβολος, δύσχρηστος