↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναχαίτιση οι αναχαιτίσεις
      γενική της αναχαίτισης* των αναχαιτίσεων
    αιτιατική την αναχαίτιση τις αναχαιτίσεις
     κλητική αναχαίτιση αναχαιτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχαιτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναχαίτιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναχαίτισις[1] < αρχαία ελληνική ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gait- (μαλλιά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naˈçe.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐χαί‐τι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναχαίτιση θηλυκό

  1. το σταμάτημα επιθετικής ενέργειας του εισβολέα, η απόκρουση
  2. (μεταφορικά) η ανακοπή της αύξησης
    ⮡  λαμβάνονται μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  NODES