αναχαίτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναχαίτιση | οι | αναχαιτίσεις |
γενική | της | αναχαίτισης* | των | αναχαιτίσεων |
αιτιατική | την | αναχαίτιση | τις | αναχαιτίσεις |
κλητική | αναχαίτιση | αναχαιτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχαιτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναχαίτιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναχαίτισις[1] < αρχαία ελληνική ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gait- (μαλλιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈçe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐χαί‐τι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναχαίτιση θηλυκό
- το σταμάτημα επιθετικής ενέργειας του εισβολέα, η απόκρουση
- (μεταφορικά) η ανακοπή της αύξησης
- ⮡ λαμβάνονται μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναχαιτίζω και χαίτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναχαίτιση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναχαίτιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας