απειλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απειλή | οι | απειλές |
γενική | της | απειλής | των | απειλών |
αιτιατική | την | απειλή | τις | απειλές |
κλητική | απειλή | απειλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απειλή < αρχαία ελληνική ἀπειλή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπειλή θηλυκό
- ενδεχόμενη ζημιά, σωματική ή άλλη βλάβη που θα προκαλέσει κάποιος αν ο στόχος του δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του
- η απειλή της απεργίας των εργαζομένων ήταν αρκετή ώστε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα τους από την εργοδοσία
- μια δυσάρεστη εξέλιξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν αλλάξει κάτι
- κοιτάζαμε τα μαύρα σύννεφα που έφεραν την απειλή βροχής
- οτιδήποτε γίνεται αντιληπτό ως κίνδυνος
- μάθαμε από καιρό να ζούμε υπό την απειλή σεισμών