αρχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρχικός | η | αρχική | το | αρχικό |
γενική | του | αρχικού | της | αρχικής | του | αρχικού |
αιτιατική | τον | αρχικό | την | αρχική | το | αρχικό |
κλητική | αρχικέ | αρχική | αρχικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρχικοί | οι | αρχικές | τα | αρχικά |
γενική | των | αρχικών | των | αρχικών | των | αρχικών |
αιτιατική | τους | αρχικούς | τις | αρχικές | τα | αρχικά |
κλητική | αρχικοί | αρχικές | αρχικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχικός < άρχω
Επίθετο
επεξεργασίααρχικός -ή, -ό{ν)
εκείνος που έχει την ικανότητα να άρχει, αλλά και εκείνος που θέλει να εξουσιάζει, φίλαρχος, δεσποτικός και συνεκδοχ. «πρώτος», αρχικοί χρόνοι ρημάτων.
- γραμμ., αρχικά ρήματα που έχουν την ιδιότητα του άρχω και εξουσιάζω, όπως δεσπόζω, κρατώ, τυραννώ, βασιλεύω κ.α.