ασθένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασθένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσθένεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈsθe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σθέ‐νει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασθένεια θηλυκό
- η διαταραχή της κανονικής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού
- διάγνωση / θεραπεία μιας ασθένειας
- ψυχική / σωματική ασθένεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασθένεια
|