βάση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάση | οι | βάσεις |
γενική | της | βάσης* | των | βάσεων |
αιτιατική | τη | βάση | τις | βάσεις |
κλητική | βάση | βάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάση < αρχαία ελληνική βάσις < βαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈva.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ση
- ομόηχο: βάσει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάση θηλυκό
- το κατώτερο τμήμα ενός αντικειμένου, το σημείο στήριξης
- η βάση του ποτηριού
- η αφετηρία, το σημείο εκκίνησης
- (αρχιτεκτονική) το θεμέλιο
- (μεταφορικά)
- η οικονομία μας δεν έχει στέρεες βάσεις
- (μεταφορικά)
- (βιολογία) μία από τις πουρίνες ή πυριμιδίνες που συνθέτουν τα νουκλεοτίδια
- (γεωμετρία) μία από τις τρεις πλευρές ενός τριγώνου, η πλευρά στήριξης στερεού
- (νομικός όρος) η έδρα νομικού προσώπου
- (στατιστική, λογιστική) το σημείο αναφοράς βαθμολόγησης
- (πληροφορική, βάσεις δεδομένων) η συντομογραφία της βάσης δεδομένων
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) η μεγάλη στρατιωτική εγκατάσταση
- η βάση του ΝΑΤΟ στη Σούδα
- (χημεία) η χημική ένωση που έχει τάση να δέχεται πρωτόνια και η οποία διαλύεται στο νερό, ενώ όταν αντιδρά με ένα οξύ σχηματίζεται άλας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική: