Ετυμολογία

βασιλεύς > (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύς

  Ουσιαστικό

βασιλεύς αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)

Κλιτικοί τύποι

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βασιλ- 

με βασιλ-, βασιλο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βασιλο- στο Βικιλεξικό

  Πηγές



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βᾰσῐλευ-
ονομαστική βασιλεύς οἱ βασιλεῖς - βασιλῆς*
      γενική τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων
      δοτική τῷ βασιλεῖ τοῖς βασιλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βασιλέ τοὺς βασιλέᾱς
     κλητική ! βασιλεῦ βασιλεῖς - βασιλῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασιλ1 ή βασιλεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  βασιλέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

βασιλεύς < πρωτοελληνική *gʷatiléus < άγνωστης ετυμολογίας με πολλές παρετυμολογικές ετυμολογήσεις [1] Κατά τον Beekes,[2] προέλευσης από την προελληνική . Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀣𐀯𐀩𐀄 (qa-si-re-u) (με χειλοϋπερωικό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού β)

  Ουσιαστικό

βασιλεύς, -έως αρσενικό

  1. (πολιτική) βασιλιάς (ιδίως των Περσών)
  2. (προσωνυμία) του Διός
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Παράγωγα

(Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο)

  Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. βασιλεύς σελ. 203 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές

  NODES