Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαφτισιμιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βαφτισιμι
ός
οι
βαφτισιμι
οί
γενική
του
βαφτισιμι
ού
των
βαφτισιμι
ών
αιτιατική
τον
βαφτισιμι
ό
τους
βαφτισιμι
ούς
κλητική
βαφτισιμι
έ
βαφτισιμι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαφτισιμιός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαφτισιμιός
αρσενικό
,
βαφτισιμιά
θηλυκό
αυτός που έχει
βαφτιστεί
σε σχέση με τον
ανάδοχό
(
νονό
) του
Συνώνυμα
επεξεργασία
βαφτιστήρι
αναδεξιμιός
αναδεκτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαφτισιμιός
αγγλικά
:
godson
(en)
,
godchild
(en)