βραχύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βραχύς | η | βραχεία | το | βραχύ |
γενική | του | βραχύ & βραχέος |
της | βραχείας | του | βραχέος |
αιτιατική | τον | βραχύ | τη | βραχεία | το | βραχύ |
κλητική | βραχύ | βραχεία | βραχύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βραχείς | οι | βραχείες | τα | βραχέα |
γενική | των | βραχέων | των | βραχειών | των | βραχέων |
αιτιατική | τους | βραχείς | τις | βραχείες | τα | βραχέα |
κλητική | βραχείς | βραχείες | βραχέα | |||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βραχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus < *mreǵʰ- + *-us
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾaˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χύς
Επίθετο
επεξεργασίαβραχύς, -εία, -ύ, συγκριτικός : βραχύτερος, υπερθετικός : βραχύτατος
- σύντομος σε διάρκεια
- λίγος
- κοντός ή με μικρές διαστάσεις
- (γραμματική, φωνητική) συνώνυμο του βραχύχρονος
- ⮡ τα βραχέα φωνήεντα είναι το έψιλον και το όμικρον
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus < *mreǵʰ- + *-us
Πηγές
επεξεργασία- βραχύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραχύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.