γάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάλα | τα | γάλατα |
γενική | του | γάλατος & γάλακτος |
των | γαλάτων |
αιτιατική | το | γάλα | τα | γάλατα |
κλητική | γάλα | γάλατα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάλα ουδέτερο (γενική ενικού: γάλακτος και σπάνια γάλατος)
- (τρόφιμο) θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- ⮡ αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- ⮡ παστεριωμένο γάλα
Εκφράσεις
επεξεργασία- άσπρος σαν το γάλα
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα
- είμαστε / είναι όλα / τα πάμε μέλι γάλα
- κατεβάζω γάλα
- και του πουλιού το γάλα
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα
- κλοτσάω την καρδάρα με το γάλα
- μου κόπηκε το γάλα
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι
- πιες το γάλα σου! ή πιες το γαλατάκι σου!
- σαν τη μύγα μες στο γάλα
- σφίγγουν τα γάλατα
- το στόμα μου μυρίζει γάλα
- φτύνω της μάνας μου το γάλα
- χύνω την καρδάρα με το γάλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
γαλατ-, γαλακτ-
γαλατ-, γαλακτ-
- γαλακτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαλακτο- στο Βικιλεξικό
- -γαλα Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γαλα στο Βικιλεξικό
- Όροι με γάλα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- -γαλο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γαλο στο Βικιλεξικό
και
- αγαλακτία
- αγάλακτος
- αγαλαξία
- αγάλατος
- αγαλούχητος
- απόγαλα
- απογαλακτίζω
- απογαλάκτιση
- απογαλακτισμένος
- απογαλακτισμός
- απογαλακτώ, απογαλακτούμαι
- απογάλιασμα
- απογαλουχισμός
- ασπρογαλατιάζω
- ασπρογαλιάζω
- ασπρογάλιασμα
- ασπρογαλιασμένος
- αφρογαλατένιος
- αφρογαλάτος
- γαλαδελφή, γαλαδερφή
- γαλαδελφός, γαλαδερφός
- γαλαθηνός, γαλαθινός
- γαλακτένιος
- γαλακτερά (ουδέτερο, πληθυντικός)
- γαλακτερός
- γαλακτικός
- γαλακτόζη
- γαλακτούχος
- γαλακτώδης
- γαλάκτωμα
- γαλακτωματώδης
- γαλακτώνω, γαλαχτώνω
- γαλάκτωση
- γαλαμέλκτης
- γαλαντλία
- γαλαξίας & συγγενικά
- γαλάρα
- γαλάρι
- γαλάριος, γαλαριός
- γαλαροκοπή
- γαλαροκούδουνο
- γαλαρολίβαδο
- γαλαρόμαντρα, γαλαρομάντρι
- γαλατάδερφος
- γαλατάδικο
- γαλατάκι
- γαλατάλευρο, γαλακτάλευρο
- γαλατάς
- γαλατένιος
- γαλατερά (επίρρημα)
- γαλατερό, γαλατερά (ουδέτερο, & πληθυντικός)
- γαλατερός, γαλακτερός, γαλαχτερός
- γαλατιά
- γαλατιάζω
- γαλατιέρα
- γαλατιερίτσα
- γαλατίζω
- γαλατίλα
- γαλατοκρέμμυδο
- γαλατομάζωμα
- γαλατόπιτα, γαλακτόπιτα
- γαλατοπιτίτσα
- γαλατοπιτούλα
- γαλατόσαρκος
- γαλατόσκονη, γαλακτόσκονη
- γαλατού
- γαλατούσα
- γαλατοφόρος, γαλακτοφόρος
- γαλατόχορτο
- γαλατόχυτος
- γαλατόψωμο
- γαλατσίδα
- γαλατώδης
- γαλάτωμα
- γαλατωμένος
- γαλατώνω
- γαλαχτίζω, γαλαχτίζομαι
- γαλαχτωμένος
- γαλαχτώνω
- γαλούσα
- γαλούχηση
- γαλουχία
- γαλαχτερός
- γαλάχτισμα
- γαλαχτώδικος
- γαλουχημένος
- γαλουχώ, γαλουχούμαι
- γλυκογαλατιάζω
- ξαναγαλουχώ
- ξετυρογαλιάζω
- ολογάλαχτος
- ομογάλακτος
- πολυγαλακτία
- πολυγάλατος, πολυγάλακτος
- τυρογαλιάζω
- υπεργαλακτία
- υπογαλακτία
- φρεσκογαλαχτωμένος
Δε σχετίζονται ο γαλανός, ο γαλαντόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γάλα
Πηγές
επεξεργασία- γάλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γάλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γᾰλᾰκτ- (& γᾰλᾰτ-) | |||||
ονομαστική | τὸ | γάλᾰ | τὰ | γάλᾰκτᾰ | |
γενική | τοῦ | γάλᾰκτος & γάλατος και άκλιτο: τοῦ γάλα |
τῶν | γαλᾰ́κτων | |
δοτική | τῷ | γάλᾰκτῐ & γάλατι & γάλακι |
τοῖς | γάλᾰξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | γάλᾰ | τὰ | γάλᾰκτᾰ | |
κλητική ὦ! | γάλᾰ | γάλᾰκτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γάλᾰκτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γαλᾰ́κτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάλα < [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt- / *galakt-, Αν κατά κάποια άποψη προηγείται ο σπάνιος ομηρικός τύπος γλάγος, τότε πιθανόν συνδέεται με το ἀμέλγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάλα ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
γαλακτ-
γαλακτ-
με δεύτερο συνθετικό -γαλα
θέμα γαλακτ-
- ἀγαλακτία
- ἀγάλακτος
- ἀπογαλάκτισις
- ἀπογαλακτισμός
- ἀπογαλακτιστέον
- ἀπογαλακτίζω
- ἀπογαλακτόομαι
- ἀπογάλακτος
- ἀρτιγάλακτος
- ἐκγαλακτόω
- εὐγάλακτος
- γαλακτηφόρος
- γαλακτίας
- γαλακτιάω
- γαλάκτινος
- γαλάκτιον
- γαλακτὶς
- γαλακτισμός
- γαλακτίτης
- γαλακτίζω
- γαλακτοδόχος
- γαλακτοειδής
- γαλακτοφαγέω
- γαλακτοφάγος
- γαλακτοφορία
- γαλακτοφόρος
- γαλακτοκόμος
- γαλακτοκράς
- γαλακτόομαι
- γαλακτοπαγής
- γαλακτοποιέω
- γαλακτοποιητικός
- γαλακτοποιΐα
- γαλακτοποσία
- γαλακτοποτέω
- γαλακτοπότης
- γαλακτοπώλης
- γαλακτοθρέμμων
- γαλακτόρυτος
- γαλακτοτροφέω
- γαλακτοτρόφησις
- γαλακτοτροφία
- γαλακτουργέω
- γαλακτουργός
- γαλακτουχέω
- γαλακτοῦχος
- γαλακτόχρως
- γαλακτώδης
- γαλάκτωσις
- λιπογάλακτος
- ὀξυγαλάκτινος
- ὁμογάλακτες
- πολυγαλακτέω
- πολυγάλακτος
- συγγάλακτος
- συγγαλακτοτροφέω
θέμα γαλα-, γαλαξ-
Δε σχετίζονται οι Γαλάται ή ο ἀριστογαλατίας, ούτε το γαλανός.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γάλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γάλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.