γενναίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενναίος | η | γενναία | το | γενναίο |
γενική | του | γενναίου | της | γενναίας | του | γενναίου |
αιτιατική | τον | γενναίο | τη | γενναία | το | γενναίο |
κλητική | γενναίε | γενναία | γενναίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενναίοι | οι | γενναίες | τα | γενναία |
γενική | των | γενναίων | των | γενναίων | των | γενναίων |
αιτιατική | τους | γενναίους | τις | γενναίες | τα | γενναία |
κλητική | γενναίοι | γενναίες | γενναία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενναίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενναῖος (αρχαία σημασία: ευγενικής καταγωγής) < αρχαία ελληνική γέννα
- για τη σημασία «πλουσιοπάροχος» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική généreux [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεν‐ναί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαγενναίος, -α, -ο
- που δείχνει ή χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, που αντιμετωπίζει τους κινδύνους ή τις αντιξοότητες χωρίς να δειλιάσει, που δείχνει θάρρος και ταυτόχρονα υψηλό ήθος
- & ουσιαστικοποιημένο: παλικάρι ※ Διονύσιος Σολωμός, Εις τον θάνατον του λορδ Μπάιρον, στροφή 6η, στίχ.21 @greek-language.gr
- Αναθράφηκε ο γενναίος
στων αρμάτων την κλαγγή·
- Αναθράφηκε ο γενναίος
- ≈ συνώνυμα: ανδρείος, ατρόμητος, άφοβος
- ≠ αντώνυμα: δειλός
- & ουσιαστικοποιημένο: παλικάρι ※ Διονύσιος Σολωμός, Εις τον θάνατον του λορδ Μπάιρον, στροφή 6η, στίχ.21 @greek-language.gr
- πλουσιοπάροχος, γενναιόδωρος
- ⮡ Ο υπουργός υποσχέθηκε γενναίες αυξήσεις στους μισθωτούς.
- ⮡ Βάλε μου μια γενναία μερίδα μουσακά, σε παρακαλώ!
- για το όνομα → δείτε Γενναίος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γενναίγος (στον πληθυντικό: γενναίγοι, ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαμε γενναιο-'
- γενναία (επίρρημα)
- γενναιοδωρία
- γενναιόδωρα (επίρρημα)
- γενναιόδωρος
- γενναιόκαρδα (επίρρημα)
- γενναιόκαρδος
- γενναιοπρεπής, γενναιοπρεπές
- γενναιοπρεπώς
- γενναιότητα / (γενναιότη)
- γενναιοφροσύνη
- γενναιόφρων / γενναιόφρονας
- γενναιοψυχία
- γενναιόψυχα (επίρρημα)
- γενναιόψυχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία με πολύ θάρρος
πολύς
→ δείτε τις λέξεις πλουσιοπάροχος και γενναιόδωρος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γενναίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γενναίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)