↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκάφα οι γκάφες
      γενική της γκάφας
    αιτιατική την γκάφα τις γκάφες
     κλητική γκάφα γκάφες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκάφα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gaffe + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɡa.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκά‐φα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκάφα θηλυκό

  • λάθος πράξη ή λόγος που προέρχεται από απερισκεψία και εκθέτει είτε αυτόν που την έκανε είτε κάποιο φιλικό άτομο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  NODES