γλάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλάρος | οι | γλάροι |
γενική | του | γλάρου | των | γλάρων |
αιτιατική | τον | γλάρο | τους | γλάρους |
κλητική | γλάρε | γλάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλάρος < μεσαιωνική ελληνική γλάρος < αρχαία ελληνική λάρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *la-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγλάρος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γλάρος στη Βικιπαίδεια