↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γλωσσολόγος οι γλωσσολόγοι
      γενική του/της γλωσσολόγου των γλωσσολόγων
    αιτιατική τον/τη γλωσσολόγο τους/τις γλωσσολόγους
     κλητική γλωσσολόγε γλωσσολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλωσσολόγος < γλωσσολογ(ία) + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική linguiste.[1] Αναλύεται σε γλωσσο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλωσσολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  NODES