διαφοροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφοροποιώ < διάφορος + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική différencier)
Ρήμα
επεξεργασίαδιαφοροποιώ (παθητική φωνή: διαφοροποιούμαι)
- κάνω κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο
- δηλώνω ότι έχω διαφορετική τοποθέτηση σε ένα ζήτημα σε σύγκριση με ενός ή πολλών άλλων
- Παρακαλώ, εγώ θα ήθελα να διαφοροποιηθώ επ' αυτού
- Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης διαφοροποιήθηκαν σαφέστατα όσον αφορά στο επίμαχο άρθρο
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαφοροποίητος
- αποδιαφοροποίηση
- διαφοροποιημένος
- διαφοροποίηση
- διαφοροποιητής
- → δείτε τις λέξεις διάφορος, φέρω και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφοροποιώ | διαφοροποιούσα | θα διαφοροποιώ | να διαφοροποιώ | διαφοροποιώντας | |
β' ενικ. | διαφοροποιείς | διαφοροποιούσες | θα διαφοροποιείς | να διαφοροποιείς | (διαφοροποίει) | |
γ' ενικ. | διαφοροποιεί | διαφοροποιούσε | θα διαφοροποιεί | να διαφοροποιεί | ||
α' πληθ. | διαφοροποιούμε | διαφοροποιούσαμε | θα διαφοροποιούμε | να διαφοροποιούμε | ||
β' πληθ. | διαφοροποιείτε | διαφοροποιούσατε | θα διαφοροποιείτε | να διαφοροποιείτε | διαφοροποιείτε | |
γ' πληθ. | διαφοροποιούν(ε) | διαφοροποιούσαν(ε) | θα διαφοροποιούν(ε) | να διαφοροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφοροποίησα | θα διαφοροποιήσω | να διαφοροποιήσω | διαφοροποιήσει | ||
β' ενικ. | διαφοροποίησες | θα διαφοροποιήσεις | να διαφοροποιήσεις | διαφοροποίησε | ||
γ' ενικ. | διαφοροποίησε | θα διαφοροποιήσει | να διαφοροποιήσει | |||
α' πληθ. | διαφοροποιήσαμε | θα διαφοροποιήσουμε | να διαφοροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | διαφοροποιήσατε | θα διαφοροποιήσετε | να διαφοροποιήσετε | διαφοροποιήστε | ||
γ' πληθ. | διαφοροποίησαν διαφοροποιήσαν(ε) |
θα διαφοροποιήσουν(ε) | να διαφοροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαφοροποιήσει | είχα διαφοροποιήσει | θα έχω διαφοροποιήσει | να έχω διαφοροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαφοροποιήσει | είχες διαφοροποιήσει | θα έχεις διαφοροποιήσει | να έχεις διαφοροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαφοροποιήσει | είχε διαφοροποιήσει | θα έχει διαφοροποιήσει | να έχει διαφοροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφοροποιήσει | είχαμε διαφοροποιήσει | θα έχουμε διαφοροποιήσει | να έχουμε διαφοροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαφοροποιήσει | είχατε διαφοροποιήσει | θα έχετε διαφοροποιήσει | να έχετε διαφοροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφοροποιήσει | είχαν διαφοροποιήσει | θα έχουν διαφοροποιήσει | να έχουν διαφοροποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφοροποιούμαι | διαφοροποιούμουν | θα διαφοροποιούμαι | να διαφοροποιούμαι | διαφοροποιούμενος | |
β' ενικ. | διαφοροποιείσαι | διαφοροποιούσουν | θα διαφοροποιείσαι | να διαφοροποιείσαι | ||
γ' ενικ. | διαφοροποιείται | διαφοροποιούνταν | θα διαφοροποιείται | να διαφοροποιείται | ||
α' πληθ. | διαφοροποιούμαστε | διαφοροποιούμασταν διαφοροποιούμαστε |
θα διαφοροποιούμαστε | να διαφοροποιούμαστε | ||
β' πληθ. | διαφοροποιείστε | διαφοροποιούσασταν διαφοροποιούσαστε |
θα διαφοροποιείστε | να διαφοροποιείστε | διαφοροποιείστε | |
γ' πληθ. | διαφοροποιούνται | διαφοροποιούνταν | θα διαφοροποιούνται | να διαφοροποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφοροποιήθηκα | θα διαφοροποιηθώ | να διαφοροποιηθώ | διαφοροποιηθεί | ||
β' ενικ. | διαφοροποιήθηκες | θα διαφοροποιηθείς | να διαφοροποιηθείς | διαφοροποιήσου | ||
γ' ενικ. | διαφοροποιήθηκε | θα διαφοροποιηθεί | να διαφοροποιηθεί | |||
α' πληθ. | διαφοροποιηθήκαμε | θα διαφοροποιηθούμε | να διαφοροποιηθούμε | |||
β' πληθ. | διαφοροποιηθήκατε | θα διαφοροποιηθείτε | να διαφοροποιηθείτε | διαφοροποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | διαφοροποιήθηκαν διαφοροποιηθήκαν(ε) |
θα διαφοροποιηθούν(ε) | να διαφοροποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαφοροποιηθεί | είχα διαφοροποιηθεί | θα έχω διαφοροποιηθεί | να έχω διαφοροποιηθεί | διαφοροποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις διαφοροποιηθεί | είχες διαφοροποιηθεί | θα έχεις διαφοροποιηθεί | να έχεις διαφοροποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαφοροποιηθεί | είχε διαφοροποιηθεί | θα έχει διαφοροποιηθεί | να έχει διαφοροποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφοροποιηθεί | είχαμε διαφοροποιηθεί | θα έχουμε διαφοροποιηθεί | να έχουμε διαφοροποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαφοροποιηθεί | είχατε διαφοροποιηθεί | θα έχετε διαφοροποιηθεί | να έχετε διαφοροποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφοροποιηθεί | είχαν διαφοροποιηθεί | θα έχουν διαφοροποιηθεί | να έχουν διαφοροποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαφοροποιώ