διευθύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευθύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διευθύνω (κάνω ίσιο, κυβερνάω) < δι- + αρχαία ελληνική εὐθύνω < εὐθύς & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική diriger
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.no/ & /ði̯eˈfθi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐θύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιευθύνω, πρτ.: διηύθυνα, αόρ.: διηύθυνα, παθ.φωνή: διευθύνομαι, π.αόρ.: διευθύνθηκα
- διοικώ, ασκώ την διεύθυνση, κουμαντάρω
- κατευθύνω
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
διευθυν-
διευθυν-
→ δείτε και τις λέξεις διά και ευθύνομαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευθύνω | διεύθυνα | θα διευθύνω | να διευθύνω | διευθύνοντας | |
β' ενικ. | διευθύνεις | διεύθυνες | θα διευθύνεις | να διευθύνεις | διεύθυνε | |
γ' ενικ. | διευθύνει | διεύθυνε | θα διευθύνει | να διευθύνει | ||
α' πληθ. | διευθύνουμε | διευθύναμε | θα διευθύνουμε | να διευθύνουμε | ||
β' πληθ. | διευθύνετε | διευθύνατε | θα διευθύνετε | να διευθύνετε | διευθύνετε | |
γ' πληθ. | διευθύνουν(ε) | διεύθυναν διευθύναν(ε) |
θα διευθύνουν(ε) | να διευθύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεύθυνα | θα διευθύνω | να διευθύνω | διευθύνει | ||
β' ενικ. | διεύθυνες | θα διευθύνεις | να διευθύνεις | διεύθυνε | ||
γ' ενικ. | διεύθυνε | θα διευθύνει | να διευθύνει | |||
α' πληθ. | διευθύναμε | θα διευθύνουμε | να διευθύνουμε | |||
β' πληθ. | διευθύνατε | θα διευθύνετε | να διευθύνετε | διευθύντε | ||
γ' πληθ. | διεύθυναν διευθύναν(ε) |
θα διευθύνουν(ε) | να διευθύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διευθύνει | είχα διευθύνει | θα έχω διευθύνει | να έχω διευθύνει | ||
β' ενικ. | έχεις διευθύνει | είχες διευθύνει | θα έχεις διευθύνει | να έχεις διευθύνει | ||
γ' ενικ. | έχει διευθύνει | είχε διευθύνει | θα έχει διευθύνει | να έχει διευθύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε διευθύνει | είχαμε διευθύνει | θα έχουμε διευθύνει | να έχουμε διευθύνει | ||
β' πληθ. | έχετε διευθύνει | είχατε διευθύνει | θα έχετε διευθύνει | να έχετε διευθύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν διευθύνει | είχαν διευθύνει | θα έχουν διευθύνει | να έχουν διευθύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευθύνομαι | διευθυνόμουν(α) | θα διευθύνομαι | να διευθύνομαι | διευθυνόμενος | |
β' ενικ. | διευθύνεσαι | διευθυνόσουν(α) | θα διευθύνεσαι | να διευθύνεσαι | ||
γ' ενικ. | διευθύνεται | διευθυνόταν(ε) | θα διευθύνεται | να διευθύνεται | ||
α' πληθ. | διευθυνόμαστε | διευθυνόμαστε διευθυνόμασταν |
θα διευθυνόμαστε | να διευθυνόμαστε | ||
β' πληθ. | διευθύνεστε | διευθυνόσαστε διευθυνόσασταν |
θα διευθύνεστε | να διευθύνεστε | (διευθύνεστε) | |
γ' πληθ. | διευθύνονται | διευθύνονταν διευθυνόντουσαν |
θα διευθύνονται | να διευθύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διευθύνθηκα | θα διευθυνθώ | να διευθυνθώ | διευθυνθεί | ||
β' ενικ. | διευθύνθηκες | θα διευθυνθείς | να διευθυνθείς | διευθύνσου | ||
γ' ενικ. | διευθύνθηκε | θα διευθυνθεί | να διευθυνθεί | |||
α' πληθ. | διευθυνθήκαμε | θα διευθυνθούμε | να διευθυνθούμε | |||
β' πληθ. | διευθυνθήκατε | θα διευθυνθείτε | να διευθυνθείτε | διευθυνθείτε | ||
γ' πληθ. | διευθύνθηκαν διευθυνθήκαν(ε) |
θα διευθυνθούν(ε) | να διευθυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διευθυνθεί | είχα διευθυνθεί | θα έχω διευθυνθεί | να έχω διευθυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις διευθυνθεί | είχες διευθυνθεί | θα έχεις διευθυνθεί | να έχεις διευθυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διευθυνθεί | είχε διευθυνθεί | θα έχει διευθυνθεί | να έχει διευθυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διευθυνθεί | είχαμε διευθυνθεί | θα έχουμε διευθυνθεί | να έχουμε διευθυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διευθυνθεί | είχατε διευθυνθεί | θα έχετε διευθυνθεί | να έχετε διευθυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διευθυνθεί | είχαν διευθυνθεί | θα έχουν διευθυνθεί | να έχουν διευθυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διευθύνω
κατευθύνω
→ δείτε τη λέξη κατευθύνω |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευθύνω (ελληνιστική κοινή) < (διά) δι- + αρχαία ελληνική grc < εὐθύς
Ρήμα
επεξεργασίαδιευθύνω
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- διευθύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διευθύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.