δοκιμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοκιμάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοκιμάζω < δόκιμος < δέχομαι
Ρήμα
επεξεργασίαδοκιμάζω, πρτ.: δοκίμαζα, στ.μέλλ.: θα δοκιμάσω, αόρ.: δοκίμασα, παθ.φωνή: δοκιμάζομαι, μτχ.π.π.: δοκιμασμένος
- προσπαθώ να λύσω ένα πρόβλημα ή να ξεπεράσω μια δυσκολία αλλάζοντας προσέγγιση, κάνοντας κάτι διαφορετικό, αποπειρώμαι να αντιμετωπίσω κάτι
- Δοκίμασα να μπω στον ιστότοπο με άλλο φυλλομετρητή αλλά τα ίδια
- Δοκίμασα και άλλοτε να κόψω το τσιγάρο/να τον χωρίσω για να βρω την ησυχία μου κ.λπ.
- Δοκίμασαν τη θεραπεία σε μια ομάδα 35 ανθρώπων με ελαφρά έως βαριά συμπτώματα
- κάνω δοκιμές, εξετάζω αν κάτι ταιριάζει/αρέσει σε εμένα ή σε κάποιον άλλον
- Δοκίμασες ποτέ πίτσα με ανανά; Θα εκπλαγείς!
- Δοκίμασα πέντε ζευγάρια αλλά κανένα δε μου έκανε
- προσπαθώ να βρω τα όρια αντοχής, ταλαιπωρώ, βάζω τον άλλο σε δοκιμασία δυσάρεστη
- Αυτά τα άτακτα παιδιά δοκιμάζουν τα νεύρα μου/την υπομονή μου
- (στην προστακτική και υποτακτική) έκφραση πρόκλησης, υποτίμησης, η οποία προδικάζει ότι ο άλλος αν αποπειραθεί, προσπαθήσει να κάνει κάτι, δε θα τα καταφέρει
- Για δοκίμασε!
- Ας δοκιμάσει, και θα δει
- αισθάνομαι, βιώνω, γεύομαι
- Δοκίμασα μεγάλη απογοήτευση, χαρά, λαχτάρα, έκπληξη
- (παθητικό) δοκιμάζομαι: περνώ μεγάλη δοκιμασία, δυσκολία, στενοχώρια, αλλά και κρίνομαι, ελέγχομαι
- Δοκιμάστηκε σκληρά όταν πήγε μετανάστης/έχασε τη γυναίκα του/έμεινε άνεργος
- Δοκιμασμένη γυναίκα (ταλαιπωρημένη, πέρασε μεγάλες δοκιμασίες
- Δοκιμασμένος πολιτικός/γιατρός/δικηγόρος (έχει δοκιμαστεί στην πράξη και έχει κριθεί πολύ καλός, έμπειρος σε αντιδιαστολή προς το πρωτάρης, αδόκιμος, αγνώστων ικανοτήτων)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δοκιμάζω
Πηγές
επεξεργασία- δοκιμάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δοκιμάζω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δοκιμάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοκιμάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.