εγχυτήρας
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρσενικό γένος
ενικός αριθμός: ο εγχυτήρας (el)
πληθυντικός αριθμός: οι εγχυτήρες (el)
- μηχανισμός έγχυσης ή εισαγωγής υλικού
Αρχείο Βικιλεξικού
επεξεργασίαμπεκ
ταχύτητας (άρα και της πίεσης) υγρών και αερίων πάλι βούλωσε το μπεκ της γκαζιέρας μπεκάκι ακροφύσιο εγχυτήρας μπεκ στη Βικιπαίδεια μπεκ
3 KB (35 λέξεις) - 15:47, 24 Μαΐου 2013