ειρήνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειρήνη | ||
γενική | της | ειρήνης | ||
αιτιατική | την | ειρήνη | ||
κλητική | ειρήνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ειρήνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἰρήνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐ρή‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειρήνη θηλυκό στον ενικό
- περίοδος απουσίας ενόπλων συρράξεων
- (συνεκδοχικά) τερματισμός μιας βίαιης σύγκρουσης
- (μεταφορικά) μη βίαιος τρόπος ζωής
Συγγενικά
επεξεργασία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ειρήνη
|