εκρηκτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκρηκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκρηκτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκρηκτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεκρηκτικό
- αιτιατική ενικού του εκρηκτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εκρηκτικός