εκφράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφράζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκφράζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκφράζω, παθητικό: εκφράζομαι, παθητική μετοχή: εκφρασμένος
- αποδίδω κάτι με το λόγο, γραπτά ή προφορικά, με το σώμα, με εικαστικά κτλ
- κάτι έχω στο μυαλό μου, αλλά δυσκολεύομαι να το εκφράσω
- εκδηλώνω, εξωτερικεύω, κάνω φανερό (μια σκέψη, ένα συναίσθημα)
- οι παρευρισκόμενοι εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους με θερμά χειροκροτήματα
- ο πίνακας εκφράζει την απαισιοδοξία που διακατείχε τον καλλιτέχνη εκείνη τη χρονική περίοδο
- αντικατοπτρίζω, απηχώ τις απόψεις και γενικότερα την προσωπικότητα κάποιου
- οι απόψεις του τάδε μέλους κόμματος δεν εκφράζουν το σύνολο της ηγεσίας του
- η γλυπτική δε με εκφράζει, προτιμώ τη μουσική
- αποδίδω ένα μέγεθος χρησιμοποιώντας ένα σύστημα μονάδων ή ως συνάρτηση ενός άλλου μεγέθους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφράζω | εξέφραζα | θα εκφράζω | να εκφράζω | εκφράζοντας | |
β' ενικ. | εκφράζεις | εξέφραζες | θα εκφράζεις | να εκφράζεις | έκφραζε | |
γ' ενικ. | εκφράζει | εξέφραζε | θα εκφράζει | να εκφράζει | ||
α' πληθ. | εκφράζουμε | εκφράζαμε | θα εκφράζουμε | να εκφράζουμε | ||
β' πληθ. | εκφράζετε | εκφράζατε | θα εκφράζετε | να εκφράζετε | εκφράζετε | |
γ' πληθ. | εκφράζουν(ε) | εξέφραζαν εκφράζαν(ε) |
θα εκφράζουν(ε) | να εκφράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέφρασα | θα εκφράσω | να εκφράσω | εκφράσει | ||
β' ενικ. | εξέφρασες | θα εκφράσεις | να εκφράσεις | έκφρασε | ||
γ' ενικ. | εξέφρασε | θα εκφράσει | να εκφράσει | |||
α' πληθ. | εκφράσαμε | θα εκφράσουμε | να εκφράσουμε | |||
β' πληθ. | εκφράσατε | θα εκφράσετε | να εκφράσετε | εκφράστε | ||
γ' πληθ. | εξέφρασαν εκφράσαν(ε) |
θα εκφράσουν(ε) | να εκφράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφράσει | είχα εκφράσει | θα έχω εκφράσει | να έχω εκφράσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφράσει | είχες εκφράσει | θα έχεις εκφράσει | να έχεις εκφράσει | έχε εκφρασμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκφράσει | είχε εκφράσει | θα έχει εκφράσει | να έχει εκφράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφράσει | είχαμε εκφράσει | θα έχουμε εκφράσει | να έχουμε εκφράσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφράσει | είχατε εκφράσει | θα έχετε εκφράσει | να έχετε εκφράσει | έχετε εκφρασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκφράσει | είχαν εκφράσει | θα έχουν εκφράσει | να έχουν εκφράσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκφρασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκφρασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκφρασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκφρασμένο |