ενώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενώνω < αρχαία ελληνική ἑνόω / ἑνῶ < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ < *séms < *sem- (ένας, μαζί)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενώνω (παθητική φωνή: ενώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενώνω | ένωνα | θα ενώνω | να ενώνω | ενώνοντας | |
β' ενικ. | ενώνεις | ένωνες | θα ενώνεις | να ενώνεις | ένωνε | |
γ' ενικ. | ενώνει | ένωνε | θα ενώνει | να ενώνει | ||
α' πληθ. | ενώνουμε | ενώναμε | θα ενώνουμε | να ενώνουμε | ||
β' πληθ. | ενώνετε | ενώνατε | θα ενώνετε | να ενώνετε | ενώνετε | |
γ' πληθ. | ενώνουν(ε) | ένωναν ενώναν(ε) |
θα ενώνουν(ε) | να ενώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ένωσα | θα ενώσω | να ενώσω | ενώσει | ||
β' ενικ. | ένωσες | θα ενώσεις | να ενώσεις | ένωσε | ||
γ' ενικ. | ένωσε | θα ενώσει | να ενώσει | |||
α' πληθ. | ενώσαμε | θα ενώσουμε | να ενώσουμε | |||
β' πληθ. | ενώσατε | θα ενώσετε | να ενώσετε | ενώστε | ||
γ' πληθ. | ένωσαν ενώσαν(ε) |
θα ενώσουν(ε) | να ενώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενώσει | είχα ενώσει | θα έχω ενώσει | να έχω ενώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενώσει | είχες ενώσει | θα έχεις ενώσει | να έχεις ενώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενώσει | είχε ενώσει | θα έχει ενώσει | να έχει ενώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενώσει | είχαμε ενώσει | θα έχουμε ενώσει | να έχουμε ενώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενώσει | είχατε ενώσει | θα έχετε ενώσει | να έχετε ενώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενώσει | είχαν ενώσει | θα έχουν ενώσει | να έχουν ενώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενώνομαι | ενωνόμουν(α) | θα ενώνομαι | να ενώνομαι | ||
β' ενικ. | ενώνεσαι | ενωνόσουν(α) | θα ενώνεσαι | να ενώνεσαι | (ενώνου) | |
γ' ενικ. | ενώνεται | ενωνόταν(ε) | θα ενώνεται | να ενώνεται | ||
α' πληθ. | ενωνόμαστε | ενωνόμαστε ενωνόμασταν |
θα ενωνόμαστε | να ενωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ενώνεστε | ενωνόσαστε ενωνόσασταν |
θα ενώνεστε | να ενώνεστε | (ενώνεστε) | |
γ' πληθ. | ενώνονται | ενώνονταν ενωνόντουσαν |
θα ενώνονται | να ενώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενώθηκα | θα ενωθώ | να ενωθώ | ενωθεί | ||
β' ενικ. | ενώθηκες | θα ενωθείς | να ενωθείς | ενώσου | ||
γ' ενικ. | ενώθηκε | θα ενωθεί | να ενωθεί | |||
α' πληθ. | ενωθήκαμε | θα ενωθούμε | να ενωθούμε | |||
β' πληθ. | ενωθήκατε | θα ενωθείτε | να ενωθείτε | ενωθείτε | ||
γ' πληθ. | ενώθηκαν ενωθήκαν(ε) |
θα ενωθούν(ε) | να ενωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενωθεί | είχα ενωθεί | θα έχω ενωθεί | να έχω ενωθεί | ενωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενωθεί | είχες ενωθεί | θα έχεις ενωθεί | να έχεις ενωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενωθεί | είχε ενωθεί | θα έχει ενωθεί | να έχει ενωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενωθεί | είχαμε ενωθεί | θα έχουμε ενωθεί | να έχουμε ενωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενωθεί | είχατε ενωθεί | θα έχετε ενωθεί | να έχετε ενωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενωθεί | είχαν ενωθεί | θα έχουν ενωθεί | να έχουν ενωθεί |