επιτόκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτόκιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτόκιον, υποκοριστικό του ἐπίτοκος (ετοιμόγεννος) με σημασία όπως στη φράση «τόκοι ἐπίτοκοι» (τόκοι που αποδίδουν πρόσθετους τόκους).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + τόκ(ος) + -ιο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈto.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τό‐κι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιτόκιο ουδέτερο
- (οικονομία) ο τόκος που αντιστοιχεί σε ένα ποσό, εκφρασμένος ως ποσοστό, κατά κανόνα, επί τοις εκατό (%) για χρονικό διάστημα (συνήθως) ενός έτους
- ⮡ Η ετήσια προθεσμιακή κατάθεση που έκανα την τράπεζα έχει πολύ καλό επιτόκιο, 3% το χρόνο, οπότε για τις 50.000 ευρώ που κατέθεσα θα λάβω μετά από ένα χρόνο τόκο 1.500 ευρώ. (δηλαδή: 50.000 × 0,03 = 1.500)
- ⮡ Η εξαμηνιαία προθεσμιακή κατάθεση που έκανα την τράπεζα έχει επιτόκιο, 3% το χρόνο, οπότε για τις 50.000 ευρώ που κατέθεσα θα λάβω μετά από έξι μήνες τόκο 750 ευρώ. (δηλαδή: 50.000 × (0,03 : 2) = 750)
- ⮡ Χρειαζόμουν άμεσα 1.000 ευρώ και αναγκάστηκα να τα σηκώσω από το ATM με την πιστωτική κάρτα μου, παρόλο που το επιτόκιο ήταν πολύ υψηλό, 5% το μήνα. (σε ένα μήνα πρέπει να εξοφληθεί το ποσό των 1.050 ευρώ, 1.000 (αρχικό ποσό) + 50 (τόκος: 1.000 × 0,05))
- ⮡ και δείτε τη Συζήτηση:επιτόκιο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις επί και τόκος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιτόκιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- επιτόκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επιτόκιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)