Δείτε επίσης: εὐρύς
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρύς η ευρεία το ευρύ
      γενική του ευρύ
ευρέος
της ευρείας του ευρέος
    αιτιατική τον ευρύ την ευρεία το ευρύ
     κλητική ευρύ ευρεία ευρύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρείς οι ευρείες τα ευρέα
      γενική των ευρέων των ευρειών των ευρέων
    αιτιατική τους ευρείς τις ευρείες τα ευρέα
     κλητική ευρείς ευρείες ευρέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευρύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁uru-

  Επίθετο

επεξεργασία

ευρύς, -εία, -ύ, συγκριτικός: ευρύτερος, υπερθετικός:  ευρύτατος

  1. που έχει σχετικά μεγάλο εύρος
    1. (για γωνίες) που έχει σχετικά μεγάλο άνοιγμα
    2. που έχει σχετικά μεγάλη έκταση
    3. που περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό ατόμων ή γενικότερα όμοιων στοιχείων, που αναφέρεται σε ένα μεγαλύτερο φάσμα
    4. που αντιμετωπίζει ένα ζήτημα από πολλές οπτικές γωνίες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  NODES
os 1