θύρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θύρα | οι | θύρες |
γενική | της | θύρας | των | θυρών |
αιτιατική | τη | θύρα | τις | θύρες |
κλητική | θύρα | θύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύρα θηλυκό
- η πόρτα
- κάθε είσοδος σε γήπεδο ή στάδιο που οδηγεί στην αντίστοιχη αριθμημένη εξέδρα του
- (κατ’ επέκταση) εξέδρα γηπέδου
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο των θεατών που κάθονται σε μία εξέδρα
- ⮡ η θύρα 12 ήταν ανάστατη
- (υλικό υπολογιστή) ειδική υποδοχή σε υπολογιστικό σύστημα για την εισαγωγή του κατάλληλου καλωδίου που θα επιτρέψει την επικοινωνία με περιφερειακές συσκευές.
- ⮡ παράλληλη θύρα, σειραϊκή θύρα, θύρα USB
- ※ Ο έλεγχος εξωτερικών οργάνων, καθώς και η εισαγωγή δεδομένων από το περιβάλλον προς το υπολογιστικό κύκλωμα, επιτυγχάνεται μέσω των θυρών επικοινωνίας, με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών. [1]
Εκφράσεις
επεξεργασία- επί θύραις / προ των θυρών: κάτι απειλητικό που επίκειται ή βρίσκεται πολύ κοντά ήδη
- ⮡ πόλεμος προ των θυρών
- κεκλεισμένων των θυρών
- πολιτική / διπλωματία ανοιχτών θυρών: πολιτική ή διπλωματία που στοχεύει στον ελεύθερο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών και επιδιώκει την ανάπτυξη των σχέσεών τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θύρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Καλόμοιρος, Ιωάννης (2006), Κεφ.5, Βασικές τεχνικές εισόδου/εξόδου δεδομένων, σελ 95, Συστήματα Συλλογής Πληροφοριών και Μετρήσεων. Προσπέλαση 2020-06-13.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θῠρᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | θύρᾱ | αἱ | θύραι | |
γενική | τῆς | θύρᾱς | τῶν | θυρῶν | |
δοτική | τῇ | θύρᾳ | ταῖς | θύραις | |
αιτιατική | τὴν | θύρᾱν | τὰς | θύρᾱς | |
κλητική ὦ! | θύρᾱ | θύραι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θύρᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θύραιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύρα, ήδη ομηρικό < μεταπτωτική βαθμίδα *dʰur για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer-. Συγγενή: αγγλική door, [1] σανσκριτική द्वार् (dvār), λατινική foris, σλοβακική dvere → δείτε και θυρίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύρα [ῠ] θηλυκό
- η πόρτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- θύρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.