ιλαρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιλαρός | η | ιλαρή | το | ιλαρό |
γενική | του | ιλαρού | της | ιλαρής | του | ιλαρού |
αιτιατική | τον | ιλαρό | την | ιλαρή | το | ιλαρό |
κλητική | ιλαρέ | ιλαρή | ιλαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιλαροί | οι | ιλαρές | τα | ιλαρά |
γενική | των | ιλαρών | των | ιλαρών | των | ιλαρών |
αιτιατική | τους | ιλαρούς | τις | ιλαρές | τα | ιλαρά |
κλητική | ιλαροί | ιλαρές | ιλαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιλαρός < αρχαία ελληνική ἱλαρός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιλαρός, -ή, ό
- ο χαρούμενος, ο φαιδρός, ο χαρωπός, ο γελαστός
- ιλαρό πρόσωπο