κέρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέρμα | τα | κέρματα |
γενική | του | κέρματος | των | κερμάτων |
αιτιατική | το | κέρμα | τα | κέρματα |
κλητική | κέρμα | κέρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈceɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέρ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέρμα ουδέτερο
- μικρό κομμάτι
- (νόμισμα) μεταλλικό νόμισμα (συνήθως μικρής αξίας)
- (κατ’ επέκταση) μικρό αντικείμενο που μοιάζει με μεταλλικό νόμισμα και έχει καθορισμένη αξία, συνήθως για τη χρήση αυτόματων μηχανισμών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κέρμα < κείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέρμα ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κέρμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.