Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταπίνω [1] < κατα- + πίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈpi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πίν‐νω

καταπίνω, αόρ.: κατάπια, παθ.φωνή: καταπίνομαι, στ.μέλλ.: θα καταποθώ, π.αόρ.: (καταπόθηκα), μτχ.π.π.: καταπιωμένος

  1. κατεβάζω στον οισοφάγο και στο στομάχι μου υγρή ή στέρεη τροφή
    ⮡  Δυσκολεύομαι να καταπιώ το χάπι-Αυτά τα μεγάλα χάπια δεν καταπίνονται γιατρέ και τα έκοψα στα δύο
  2. (μεταφορικά) υφίσταμαι κάτι δυσάρεστο (π.χ. μια προσβολή) χωρίς να διαμαρτυρηθώ, αποφεύγω να εκφράσω αυτό που αισθάνομαι
    ⮡  Μου ζήτησε πάλι δανεικά και μου ήρθε να του πω, και τα περσινά δανεικά, τα αγύριστα τι θα γίνουν, αλλά το κατάπια, τι να κάνω, αδερφός μου είναι
    ⮡  καταπίνω τα δάκρυά μου
    ⮡ Α! Όλα κι όλα! Τέτοια προσβολή δεν καταπίνεται!!!
  3. (λαϊκότροπο) εισπνέω
    ⮡  Και νομίζεις ότι κερδίζεις κάτι που δεν καταπίνεις τον καπνό του τσιγάρου
    ⮡  Τόσο καυσαέριο που καταπίνεις όλη μέρα στο ταξί, το τσιγάρο μου σε πείραξε;
  4. (μεταφορικά) πιστεύω κάτι αφελώς
    ⮡  Μα πώς το κατάπιε; (ένα τόσο χοντρό ψέμα)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
  • : καταπίνομαι παρατ. καταπινόμουν, αόρ. καταπόθηκα, μέλλ. θα καταποθεί-καταπίνεται, παρακ. έχω καταποθεί και λόγιοι τύποι μετοχών (π.χ. το καταποθέν δηλητήρια, η καταποθείσα τοξική ουσία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπίνω < κατα- + πίνω

καταπίνω

  1. καταπίνω με τη σημερινή έννοια
    ⮡  μὴ ναῦν κατά κῦμα πίῃ
    ⮡ τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος
  2. (αμετάβατο) η ικανότητα να καταπιεί κάποιος
    ⮡  μόλις καταπίνειν δύνηται (Ιπποκράτης)
  3. απορροφούμαι, αφομοιώνομαι
  4. σπαταλώ
  5. ⮡  περιουσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλά καί κατέπιεν

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  NODES