κοιμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακοιμισμένος
- που κοιμάται
- τον βρήκα κοιμισμένο μπροστά στην τηλεόραση
- (μεταφορικά) νωθρός, οκνηρός
- είναι πολύ κοιμισμένος άνθρωπος, κάνει δέκα ώρες μέχρι ν' αρχίσει τη δουλειά του