κρέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρέας | τα | κρέατα |
γενική | του | κρέατος | των | κρεάτων |
αιτιατική | το | κρέας | τα | κρέατα |
κλητική | κρέας | κρέατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρέας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρέας < πρωτοελληνική *kréwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kréwh₂s
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɾe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρέας ουδέτερο
- η σάρκα ζώων ή ανθρώπων
- τα ψωμάκια, το περιττό λίπος κάποιου
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς ενσυναίσθηση ή συναίσθημα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κρεατο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κρεατο- στο Βικιλεξικό
- κρεο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κρεο- στο Βικιλεξικό
- Όροι με κρεατο-, Όροι με κρεο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κρέας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρέας
Πηγές
επεξεργασία- κρέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κρέας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κρεασ- (κρεασ-ος > κρεα-ος > κρέως - μεταγενέστερο: κρεατ-) | |||||||||
ελληνιστικοί τύποι | ελληνιστικοί τύποι | ||||||||
ονομαστική | τὸ | κρέᾰς | τὰ | κρέᾱ | κρέᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κρέως | κρέᾰτος | τῶν | κρεῶν | κρεάτων | |||
δοτική | τῷ | κρέᾳ | κρέᾰτῐ | τοῖς | κρέᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | κρέᾰς | τὰ | κρέᾱ | κρέᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κρέᾰς | κρέᾱ | κρέᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | |||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρέᾱ | |||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρεοῖν | |||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρέας < πρωτοελληνική *kréwas, *κρέϜ-ας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kréwh₂s
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρέας ουδέτερο
- σάρκα, κομμάτι σάρκας
- κρέας όπως στα νέα ελληνικά
- μαγειρεμένο κρέας, φαγητό
- πτώμα
- σώμα
- (συνεκδοχικά) άνθρωπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κρεο-
κρεο-
παράγωγα & σύνθετα
- κρεο-, κρεό-, κρεα-, κρε- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κρεο- στο Βικιλεξικό
και
Πηγές
επεξεργασία- κρέας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρέας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.