κωνίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωνίο | τα | κωνία |
γενική | του | κωνίου | των | κωνίων |
αιτιατική | το | κωνίο | τα | κωνία |
κλητική | κωνίο | κωνία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κωνίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωνίον < αρχαία ελληνική κῶνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cone)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωνίο ουδέτερο
- (ανατομία, οφθαλμολογία) είδος κυττάρου στον αμφιβληστροειδή χιτώνα ενός ματιού, που δίνει στον οργανισμό την ικανότητα να διακρίνει τα χρώματα