λίγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λίγος | η | λίγη | το | λίγο |
γενική | του | λίγου | της | λίγης | του | λίγου |
αιτιατική | τον | λίγο | τη | λίγη | το | λίγο |
κλητική | λίγε | λίγη | λίγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λίγοι | οι | λίγες | τα | λίγα |
γενική | των | λίγων | των | λίγων | των | λίγων |
αιτιατική | τους | λίγους | τις | λίγες | τα | λίγα |
κλητική | λίγοι | λίγες | λίγα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λίγος < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐γος
Επίθετο
επεξεργασίαλίγος, -η, -ο
- (στον ενικό με μη αριθμητά ουσιαστικά) δηλώνει μικρή, περιορισμένη ποσότητα
- ⮡ Θα ήθελα λίγη ζάχαρη, παρακαλώ.
- (στον πληθυντικό κυρίως με αριθμητά ουσιαστικά) δηλώνει μικρό, περιορισμένο πλήθος (και αντωνυμική χρήση)
- ⮡ Μέχρι πρόσφατα πολύ λίγοι Έλληνες είχαν σύνδεση με το διαδίκτυο.
- ⮡ Πολύ λίγοι τόλμησαν αν ανέβουν στην κορυφή του βράχου.
- → δείτε και τη λέξη ολίγοι
- ⮡ (αλλά και) λίγες ελπίδες του απέμειναν.
- (μεταφορικά) άνθρωπος περιορισμένων ικανοτήτων, ανεπαρκής
- ⮡ Ήταν πολύ λίγος για να αντιμετωπίσει τέτοια πρόκληση με επιτυχία.