λεπτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λεπτός | η | λεπτή | το | λεπτό |
γενική | του | λεπτού | της | λεπτής | του | λεπτού |
αιτιατική | τον | λεπτό | τη | λεπτή | το | λεπτό |
κλητική | λεπτέ | λεπτή | λεπτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λεπτοί | οι | λεπτές | τα | λεπτά |
γενική | των | λεπτών | των | λεπτών | των | λεπτών |
αιτιατική | τους | λεπτούς | τις | λεπτές | τα | λεπτά |
κλητική | λεπτοί | λεπτές | λεπτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεπτός < αρχαία ελληνική λεπτός < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lep- (φλούδα, φλοιός)
Επίθετο
επεξεργασία'λεπτός -ή -ό, συγκριτικός : λεπτότερος, υπερθετικός : λεπτότατος
- (ως προς τις διαστάσεις) που έχει μικρό πάχος
- λεπτή επιφάνεια
- λεπτή γραμμή
- λεπτός άντρας
- ήταν ψηλή, λεπτή, με γαλανά μάτια
- ≈ συνώνυμα: αδύνατος, άπαχος, ισχνός, κομψός, λιγνός, ραδινός
- (ως προς το χαρακτήρα) ευγενής και διακριτικός
- είναι λεπτός άνθρωπος και οι χοντράδες τον στενοχωρούν, αν και δεν το δείχνει
- (μεταφορικά) που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στο χειρισμό του, ευαίσθητος
- λεπτό ζήτημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- εκλεπτύνω, εκλέπτυνση, εκλεπτυσμένος
- λεπτεπίλεπτος
- λεπτοδουλεμένος
- λεπτοκαμωμένος
- λεπτόκοκκος
- λεπτόκορμος
- λεπτομέρεια, λεπτομερής
- λεπτολογώ
- λεπτούργημα
- υπέρλεπτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτός < λέπω
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτός, -ή, -όν
- που έχει απολεπιστεί, ξεφλουδισμένος
- λεπτόκοκκος
- λεπτός, αδύνατος, ισχνός
- μικρός
- ικανός, έξυπνος
- ευαίσθητος (ως προς τα συναισθήματα)
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883