Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαιευτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μαιευτήρι
ο
τα
μαιευτήρι
α
γενική
του
μαιευτηρί
ου
&
μαιευτήρι
ου
των
μαιευτηρί
ων
αιτιατική
το
μαιευτήρι
ο
τα
μαιευτήρι
α
κλητική
μαιευτήρι
ο
μαιευτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαιευτήριο
<
μαιευτήρ
νεογέννητα βρέφη σε
μαιευτήριο
(1968)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαιευτήριο
ουδέτερο
νοσοκομείο
ή
κλινική
για
τοκετούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαιευτήριο
γαλλικά
:
maternité
(fr)
εσπεράντο
:
akuŝejo
(eo)