μαστροπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστροπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστροπός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.stɾoˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐στρο‐πός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστροπός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) προαγωγός στην πορνεία
- ※ Η μακροχρόνια θητεία της στο επάγγελμα της χρησιμεύει ως βασική εκπαίδευση για το τωρινό, δηλ. το επάγγελμα της μαστροπού, της οποίας έργο είναι και η διδασκαλία των αρχών και των μυστικών του επαγγέλματος της εταίρας (Επιστημονική επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής, τομ. 10-11, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, 1968, σελ. 263)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Η λέξη συχνά γράφεται λανθασμένα με ω: *μαστρωπός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μαστροπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαστροπός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μαστροπός | οἱ/αἱ | μαστροποί |
γενική | τοῦ/τῆς | μαστροποῦ | τῶν | μαστροπῶν |
δοτική | τῷ/τῇ | μαστροπῷ | τοῖς/ταῖς | μαστροποῖς |
αιτιατική | τὸν/τὴν | μαστροπόν | τοὺς/τὰς | μαστροπούς |
κλητική ὦ! | μαστροπέ | μαστροποί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαστροπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαστροποῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστροπός, ήδη τον 5ο αιώνα < προελληνική .[1] Μορφολογικά αναλύεται σε θέμα μαστρ- (< μαστήρ, μαστρός) < θέμα μασ- (μαίομαι γυρεύω, αγγίζω, φτάνω) + -οπός που δεν έχει ερμηνευτεί ικανοποιητικά.[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστροπός αρσενικό ή θηλυκό (μεταγενέστερο θηλυκό μαστροπίς)
- (επάγγελμα) μαστροπός, προαγωγός
- (σε επιθετική λειτουργία, ουδέτερο, πληθυντικός, όψιμη ελληνιστική κοινή) → δείτε παράθεμα στο μάστροπα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ μαστροπός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μαστροπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαστροπός, μαστρωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.