μεγάλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεγάλος | η | μεγάλη | το | μεγάλο |
γενική | του | μεγάλου | της | μεγάλης | του | μεγάλου |
αιτιατική | τον | μεγάλο | τη | μεγάλη | το | μεγάλο |
κλητική | μεγάλε | μεγάλη | μεγάλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεγάλοι | οι | μεγάλες | τα | μεγάλα |
γενική | των | μεγάλων | των | μεγάλων | των | μεγάλων |
αιτιατική | τους | μεγάλους | τις | μεγάλες | τα | μεγάλα |
κλητική | μεγάλοι | μεγάλες | μεγάλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεγάλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεγάλος < αρχαία ελληνική μέγας, θέμα μεγαλ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈɣa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γά‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαμεγάλος, -η, -ο (συγκριτικός μεγαλύτερος, υπερθετικός μέγιστος)
- (ως προς μετρήσιμα χαρακτηριστικά όπως, διαστάσεις, βάρος, όγκος) που μπορεί να περιγραφεί με αριθμούς πολύ πάνω από τη βάση της αριθμητικής κλίμακας
- ⮡ Του είπα να μας βάλει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας
- (στη γραφή) ο κεφαλαίος
- ⮡ Μη γράφεις συνέχεια με μεγάλα γράμματα.
- σπουδαίος, με ιδιαίτερη σημασία
- ⮡ Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
- ※ Ήταν μεγάλος ο Καβάφης, αλλ' επιτέλους δεν ήταν ο μόνος μεγάλος Έλληνας ποιητής. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγάλος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεγάλος | οι | μεγάλοι |
γενική | του | μεγάλου | των | μεγάλων |
αιτιατική | τον | μεγάλο | τους | μεγάλους |
κλητική | μεγάλε | μεγάλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
μεγάλος αρσενικό
- ο ενήλικας
- ⮡ Καλό είναι τα παιδιά να ακούνε τους μεγάλους.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγάλος
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεγάλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].