Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηλόκρασο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μηλόκρασ
ο
τα
μηλόκρασ
α
γενική
του
μηλόκρασ
ου
των
μηλόκρασ
ων
αιτιατική
το
μηλόκρασ
ο
τα
μηλόκρασ
α
κλητική
μηλόκρασ
ο
μηλόκρασ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηλόκρασο
<
μήλο
+
-ο-
+
κρασί
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
miˈlo.kɾa.so
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηλόκρασο
ουδέτερο
ο
μηλίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηλόκρασο
→
δείτε
τη λέξη
μηλίτης