μπρούντζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπρούντζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική bronzo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbɾun.d͡zos/ & /ˈbɾu.d͡zos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπρούντζος αρσενικό
- (μεταλλουργία) κράμα χαλκού και κασσίτερου
- διάφορα κράματα χαλκού που μοιάζουν στο χρώμα με τον μπρούντζο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπρούντζος
|