παϊδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παϊδάκι | τα | παϊδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παϊδάκι | τα | παϊδάκια |
κλητική | παϊδάκι | παϊδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παϊδάκι < παΐδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαϊδάκι ουδέτερο
- έδεσμα που παρασκευάζεται από τα πλευρά του θώρακα του ζώου τα οποία είναι τεμαχισμένα εγκάρσια, κατά μήκος του διάκενου μεταξύ των οστών, ώστε στο κάθε οστό να αντιστοιχεί κι από ένα καμμάτι (παϊδάκι)
- ψήσαμε αρνίσια παϊδάκια στα κάρβουνα