περιττός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περιττός | η | περιττή | το | περιττό |
γενική | του | περιττού | της | περιττής | του | περιττού |
αιτιατική | τον | περιττό | την | περιττή | το | περιττό |
κλητική | περιττέ | περιττή | περιττό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περιττοί | οι | περιττές | τα | περιττά |
γενική | των | περιττών | των | περιττών | των | περιττών |
αιτιατική | τους | περιττούς | τις | περιττές | τα | περιττά |
κλητική | περιττοί | περιττές | περιττά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιττός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιττός (αττικός τύπος : περισσός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ριτ‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαπεριττός, -ή, -ό
- που δεν είναι απαραίτητος, ο μη αναγκαίος
- άχρηστος, κυρίως για πράξη χωρίς ουσία ή αποτέλεσμα
- ⮡ Τα λόγια είναι περιττά.
- (μαθηματικά) ακέραιος αριθμός που έχει υπόλοιπο όταν διαιρείται με το 2
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονός, που αφήνει υπόλοιπο 1 όταν διαιρεθεί με το 2
που περισσεύει, που δεν χρειάζεται
Πηγές
επεξεργασία- περιττός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περιττός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεριττός, -ή, -όν