- πηγαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηγαίνω και ὑπαγαίνω < αρχαία ελληνική ὑπάγω[1] < ὑπό + ἄγω
- ΔΦΑ : /piˈʝe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐γαί‐νω
πηγαίνω/πάω, πρτ.: πήγαινα, αόρ.: πήγα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο, μεταβαίνω
- ⮡ πηγαίνω στην Αθήνα
- πρόκειται ή επιθυμώ να φύγω από το μέρος όπου βρίσκομαι
- ⮡ είναι ώρα να πηγαίνουμε
- πρόκειται ή επιθυμώ να ξεκινήσω μια ενέργεια ή δραστηριότητα
- ⮡ πηγαίνω για φαγητό, πηγαίνω για μπάνιο, πηγαίνω για ύπνο
- ⮡ θα πάω μετά να τους μιλήσω
- παρακολουθώ σε τακτική βάση μαθήματα, φοιτώ
- ⮡ πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στην τρίτη τάξη, πηγαίνω αγγλικά
- ταιριάζω
- ⮡ αυτό το ρούχο σου πηγαίνει
- ⮡ το κόκκινο κρασί δεν πάει με τα θαλασσινά
Κλίση
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
πάει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
πηγαίνοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
πηγαίνω πάω
|
πηγαίνεις πας
|
πηγαίνει πάει
|
πηγαίνο(υ)με πάμε
|
πηγαίνετε πάτε
|
πηγαίνουν(ε) πάν(ε)
|
παρατατικός
|
πήγαινα
|
πήγαινες
|
πήγαινε
|
πηγαίναμε
|
πηγαίνατε
|
πήγαιναν
|
αόριστος
|
πήγα
|
πήγες
|
πήγε
|
πήγαμε
|
πήγατε
|
πήγαν(ε}
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα πηγαίνω
|
θα πηγαίνεις
|
θα πηγαίνει
|
θα πηγαίνο(υ)με
|
θα πηγαίνετε
|
θα πηγαίνουν(ε)
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα πάω
|
θα πας
|
θα πάει
|
θα πάμε
|
θα πάτε
|
θα πάν(ε)
|
παρακείμενος α'
|
έχω πάει
|
έχεις πάει
|
έχει πάει
|
έχο(υ)με πάει
|
έχετε πάει
|
έχουν(ε) πάει
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα πάει
|
είχες πάει
|
είχε πάει
|
είχαμε πάει
|
είχατε πάει
|
είχαν(ε) πάει
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω πάει
|
θα έχεις πάει
|
θα έχει πάει
|
θα έχο(υ)με πάει
|
θα έχετε πάει
|
θα έχουν(ε) πάει
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να πηγαίνω να πάω
|
να πηγαίνεις να πας
|
να πηγαίνει να πάει
|
να πηγαίνο(υ)με να πάμε
|
να πηγαίνετε να πάτε
|
να πηγαίνουν(ε) να πάν(ε)
|
αόριστος
|
να πάω
|
να πας
|
να πάει
|
να πάμε
|
να πάτε
|
να πάν(ε)
|
παρακείμενος α'
|
να έχω πάει
|
να έχεις πάει
|
να έχει πάει
|
να έχο(υ)με πάει
|
να έχετε πάει
|
να έχουν(ε) πάει
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
πήγαινε
|
|
|
πηγαίνετε
|
|
αόριστος
|
|
(πάνε)
|
|
|
πάτε
|
|
|
πηγαίνω
- αγγλικά : go (en), be off to (en), ride (en), travel (en), drive (en)
- αγγλοσαξονικά : feran (ang), gan (ang), gangan (ang)
- αμπχαζικά : ацара
- δυτικά κιρκασιανά : кӀон
- αρχαία εβραϊκά : הלךְ
- αφρικάανς : ry (af), gaan (af), begeef hom (af), begewe hom (af)
- γαλλικά : aller (fr), accompagner (fr)
- γερμανικά : gehen (de), fahren (de), sich befinden (de)
- γκουτζαράτι : જવું (gu)
- δανικά : fare (da), køre (da), gå (da)
- εσπεράντο : veturi (eo), iri (eo), farti (eo)
- ζουλού : -hamba (zu), -ya (zu)
- ιαπωνικά : 行く (ja) (1)
- ισπανικά : ir (es) (1-3), encontrarse (es)
- ιταλικά : camminare (it), andare (it)
- καταλανικά : anar (ca), circular (ca), viatjar (ca), trobar-se (ca)
- κάτω σαξονικά : gahn (nds), fohren (nds), föhren (nds)
- κινιαρουάντα : genda (rw) (kugenda)
- κροατικά : ići (hr)
- λατινικά : vehere (la), ire (la), vadere (la)
- λινγκάλα : kokɛndɛ (ln)
- μάγια του Γιουκατάν : bin, ximbal
- μαλαϊκά : pergi (ms)
- μπαμπάρα : taa, taga
- νορβηγικά : kjøre (no), gå (no)
- ολλανδικά : gaan (nl), karren (nl), rijden (nl), varen (nl), lopen (nl)
- ουαλικά : mynd (cy)
- οξιτανικά : anar (oc)
- ουγγρικά : utazik (hu), megy (hu), elmegy (hu), érez (hu)
- παπιαμέντο : bai
- πολωνικά : jechać (pl), iść (pl), pojechać (pl), czuć się (pl), pasować (pl) (5)
- πορτογαλικά : ir (pt), andar (pt), viajar (pt), rodar (pt), caminhar (pt)
- ρουμανικά : merge (ro), se duce (ro)
- ρωσικά : идти (ru) (idtí), пойти (ru), ехать (ru), поехать (ru), ѣхать (ru)
- σκωτικά γαελικά : rach (gd)
- σουηδικά : gå (sv), fara (sv), åka (sv)
- σράναν : go
- τουρκικά : gitmek (tr)
- τσεχικά : jít (cs)
- φεροϊκά : ganga (fo), fara (fo), hava tað (fo), kenna seg (fo), vita við (fo)
- φιλιππινέζικα : pumaroón (tl), pumuntá (tl)
- φινλανδικά : ajaa (fi), mennä (fi), voida (fi)
- δυτικά φριζικά : gean (fy)
- χίντι : जाना (hi)
|