πληκτρολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπληκτρολογώ, πρτ.: πληκτρολογούσα, αόρ.: πληκτρολόγησα, παθ.φωνή: πληκτρολογούμαι, μτχ.π.π.: πληκτρολογημένος
- (νεολογισμός) χρησιμοποιώ το πληκτρολόγιο (ηλεκτρονικής) συσκευής, για να γράψω, να εισάγω, να αναπαράγω κείμενο ή άλλα στοιχεία, πατώντας τα πλήκτρα
- ⮡ πληκτρολογώ κείμενο στον υπολογιστή
- ⮡ πληκτρολογώ έναν αριθμό τηλεφώνου
- ⮡ Παρακαλώ, πληκτρολογήστε τον κωδικό σας! Μην πληκτρολογείτε γρήγορα! Προσοχή!
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληκτρολογώ | πληκτρολογούσα | θα πληκτρολογώ | να πληκτρολογώ | πληκτρολογώντας | |
β' ενικ. | πληκτρολογείς | πληκτρολογούσες | θα πληκτρολογείς | να πληκτρολογείς | ||
γ' ενικ. | πληκτρολογεί | πληκτρολογούσε | θα πληκτρολογεί | να πληκτρολογεί | ||
α' πληθ. | πληκτρολογούμε | πληκτρολογούσαμε | θα πληκτρολογούμε | να πληκτρολογούμε | ||
β' πληθ. | πληκτρολογείτε | πληκτρολογούσατε | θα πληκτρολογείτε | να πληκτρολογείτε | πληκτρολογείτε | |
γ' πληθ. | πληκτρολογούν(ε) | πληκτρολογούσαν(ε) | θα πληκτρολογούν(ε) | να πληκτρολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πληκτρολόγησα | θα πληκτρολογήσω | να πληκτρολογήσω | πληκτρολογήσει | ||
β' ενικ. | πληκτρολόγησες | θα πληκτρολογήσεις | να πληκτρολογήσεις | πληκτρολόγησε | ||
γ' ενικ. | πληκτρολόγησε | θα πληκτρολογήσει | να πληκτρολογήσει | |||
α' πληθ. | πληκτρολογήσαμε | θα πληκτρολογήσουμε | να πληκτρολογήσουμε | |||
β' πληθ. | πληκτρολογήσατε | θα πληκτρολογήσετε | να πληκτρολογήσετε | πληκτρολογήστε | ||
γ' πληθ. | πληκτρολόγησαν πληκτρολογήσαν(ε) |
θα πληκτρολογήσουν(ε) | να πληκτρολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πληκτρολογήσει | είχα πληκτρολογήσει | θα έχω πληκτρολογήσει | να έχω πληκτρολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πληκτρολογήσει | είχες πληκτρολογήσει | θα έχεις πληκτρολογήσει | να έχεις πληκτρολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πληκτρολογήσει | είχε πληκτρολογήσει | θα έχει πληκτρολογήσει | να έχει πληκτρολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πληκτρολογήσει | είχαμε πληκτρολογήσει | θα έχουμε πληκτρολογήσει | να έχουμε πληκτρολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πληκτρολογήσει | είχατε πληκτρολογήσει | θα έχετε πληκτρολογήσει | να έχετε πληκτρολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πληκτρολογήσει | είχαν πληκτρολογήσει | θα έχουν πληκτρολογήσει | να έχουν πληκτρολογήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληκτρολογούμαι | πληκτρολογούμουν | θα πληκτρολογούμαι | να πληκτρολογούμαι | ||
β' ενικ. | πληκτρολογείσαι | πληκτρολογούσουν | θα πληκτρολογείσαι | να πληκτρολογείσαι | ||
γ' ενικ. | πληκτρολογείται | πληκτρολογούνταν | θα πληκτρολογείται | να πληκτρολογείται | ||
α' πληθ. | πληκτρολογούμαστε | πληκτρολογούμασταν πληκτρολογούμαστε |
θα πληκτρολογούμαστε | να πληκτρολογούμαστε | ||
β' πληθ. | πληκτρολογείστε | πληκτρολογούσασταν πληκτρολογούσαστε |
θα πληκτρολογείστε | να πληκτρολογείστε | πληκτρολογείστε | |
γ' πληθ. | πληκτρολογούνται | πληκτρολογούνταν | θα πληκτρολογούνται | να πληκτρολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πληκτρολογήθηκα | θα πληκτρολογηθώ | να πληκτρολογηθώ | πληκτρολογηθεί | ||
β' ενικ. | πληκτρολογήθηκες | θα πληκτρολογηθείς | να πληκτρολογηθείς | πληκτρολογήσου | ||
γ' ενικ. | πληκτρολογήθηκε | θα πληκτρολογηθεί | να πληκτρολογηθεί | |||
α' πληθ. | πληκτρολογηθήκαμε | θα πληκτρολογηθούμε | να πληκτρολογηθούμε | |||
β' πληθ. | πληκτρολογηθήκατε | θα πληκτρολογηθείτε | να πληκτρολογηθείτε | πληκτρολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | πληκτρολογήθηκαν πληκτρολογηθήκαν(ε) |
θα πληκτρολογηθούν(ε) | να πληκτρολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πληκτρολογηθεί | είχα πληκτρολογηθεί | θα έχω πληκτρολογηθεί | να έχω πληκτρολογηθεί | πληκτρολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις πληκτρολογηθεί | είχες πληκτρολογηθεί | θα έχεις πληκτρολογηθεί | να έχεις πληκτρολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πληκτρολογηθεί | είχε πληκτρολογηθεί | θα έχει πληκτρολογηθεί | να έχει πληκτρολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πληκτρολογηθεί | είχαμε πληκτρολογηθεί | θα έχουμε πληκτρολογηθεί | να έχουμε πληκτρολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πληκτρολογηθεί | είχατε πληκτρολογηθεί | θα έχετε πληκτρολογηθεί | να έχετε πληκτρολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πληκτρολογηθεί | είχαν πληκτρολογηθεί | θα έχουν πληκτρολογηθεί | να έχουν πληκτρολογηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πληκτρολογημένος - είμαστε, είστε, είναι πληκτρολογημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πληκτρολογημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πληκτρολογημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πληκτρολογημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πληκτρολογημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πληκτρολογημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πληκτρολογημένοι |