πολιορκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιορκία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιορκία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.oɾˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐ορ‐κί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολιορκία θηλυκό
- ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης με στρατιωτικές δυνάμεις που παρεμποδίζουν την είσοδο τροφίμων, νερού και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης στη θέση αυτή, με σκοπό να αναγκάσουν τους κατοίκους της να παραδώσουν την κυριαρχία στους πολιορκητές
- (μεταφορικά) η ασφυκτική συγκέντρωση πλήθους γύρω από ένα σημείο
- (μεταφορικά) η ενόχληση που γίνεται με φορτικό τρόπο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πολιορκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολιορκία
Πηγές
επεξεργασία- πολιορκία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολιορκίᾱ | αἱ | πολιορκίαι |
γενική | τῆς | πολιορκίᾱς | τῶν | πολιορκιῶν |
δοτική | τῇ | πολιορκίᾳ | ταῖς | πολιορκίαις |
αιτιατική | τὴν | πολιορκίᾱν | τὰς | πολιορκίᾱς |
κλητική ὦ! | πολιορκίᾱ | πολιορκίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιορκίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολιορκίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολιορκία < πολιορκέω / πολιορκ(ῶ) + -ία < πόλις + ἕρκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολιορκία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολιορκία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιορκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.