ποπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαποπ άκλιτο
- που είναι ποπ
- ⮡ ποπ τραγουδιστής, σταρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποπ θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) είδος ψυχαγωγικής μουσικής (ρυθμική, εύκολη στο άκουσμα, συχνά με στοιχεία ηλεκτρονικής) κυρίως της δεκαετίας του 1964
- ⮡ μ' αρέσει ν' ακούω ποπ'
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ποπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας