πόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόρος | οι | πόροι |
γενική | του | πόρου | των | πόρων |
αιτιατική | τον | πόρο | τους | πόρους |
κλητική | πόρε | πόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρος (πέρασμα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπόρος αρσενικό
- (μικρό) άνοιγμα, απ’ όπου μπορεί να περάσει κάποιος ή κάτι
- ⮡ οι πόροι του δέρματος
- (μεταφορικά) τα υλικά μέσα
- ⮡ δεν έχει πόρους για να ζήσει
- (παρωχημένο) το τμήμα ενός ποταμού, απ’ όπου περνούσαν απέναντι άνθρωποι ή ζώα
- ※ Τέλος, οι άνθρωποι και τα υποζύγια διέσχιζαν τα ποτάμια, περνώντας μέσα από το νερό, στο σημείο με το μικρότερο βάθος, τον «πόρο». (archaiologia.gr )
- (υλικό υπολογιστή) resource: τα τμήματα υπολογιστικού συστήματος που συμβάλλουν σημαντικά στην απόδοσή του, όπως οι επεξεργαστές (CPU), κεντρική μνήμη, περιφερειακή μνήμη, κλπ.
- (λογισμικό) resource: οι διαθέσιμες λειτουργίες του λογισμικού ενός υπολογιστικού συστήματος, όπως το λειτουργικό σύστημα, οι βάσεις δεδομένων, κλπ
- (διαδίκτυο) οποιαδήποτε πληροφορία ή υπηρεσία (ιστοσελίδες, δεδομένα, πολυμέσα, κλπ.) είναι προσβάσιμη στο διαδίκτυο (internet)
- → δείτε και URI
Συγγενικά
επεξεργασία- άπορος
- απορία
- πορώδης
- -πορία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό
- -πόρος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πόρος στο Βικιλεξικό
- -πορώ Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πορώ στο Βικιλεξικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πόρος | οἱ | πόροι |
γενική | τοῦ | πόρου | τῶν | πόρων |
δοτική | τῷ | πόρῳ | τοῖς | πόροις |
αιτιατική | τὸν | πόρον | τοὺς | πόρους |
κλητική ὦ! | πόρε | πόροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόρος αρσενικό
- πέρασμα, διάβαση
- οδός, πορεία, ταξίδι
- πορθμός
- γέφυρα
- υδραγωγείο
- (μεταφορικά) επινόημα, τέχνασμα
- (μεταφορικά) ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνεται ή επιτελείται κάτι
- (ανατομία, ιατρική, για το ανθρώπινο σώμα) πόρος
- (ως κύριο όνομα) (→ δείτε τη λέξη Πόρος) ο πατέρας του Έρωτα
Συγγενικά
επεξεργασία- πορεύω
- -πορία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό
- -πόρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πόρος στο Βικιλεξικό
- -πορέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πορέω στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πόρος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.