ρούχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρούχο | τα | ρούχα |
γενική | του | ρούχου | των | ρούχων |
αιτιατική | το | ρούχο | τα | ρούχα |
κλητική | ρούχο | ρούχα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρούχο < μεσαιωνική ελληνική ροῦχον < σλαβικής προέλευσης рухо / ruho[1] < πρωτοσλαβική *ruxo → δείτε (σλοβακικά rúcho)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾu.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρού‐χο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρούχο ουδέτερο
- το ένδυμα, οτιδήποτε φοράει κάποιος
- ανδρικά / γυναικεία / παιδικά ρούχα
- βιοτεχνία / κατάστημα ρούχων
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- τα απαραίτητα ενδύματα για κάποια περίσταση ή μια εποχή του έτους
- θέλω να ανανεώσω τα ρούχα μου για το χειμώνα
Εκφράσεις
επεξεργασία- βγαίνω έξω από τα ρούχα μου: αγανακτώ
- έχω τα ρούχα μου (για γυναίκα): έχω περίοδο
- με βγάζει απ' τα ρούχα μου → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- τρώγομαι με τα ρούχα μου: γκρινιάζω με το παραμικρό
Συγγενικά
επεξεργασία- απανώρουχο
- ασπρορουχάδικο
- ασπρορουχάς
- ασπρόρουχο
- ασπρορουχού
- εσώρουχο
- παλιόρουχο
- ρουχάκι
- ρουχικό
- ρουχισμός
- ρουχαλάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρούχο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.