↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμέουρο τα σμέουρα
      γενική του σμέουρου των σμέουρων
    αιτιατική το σμέουρο τα σμέουρα
     κλητική σμέουρο σμέουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμέουρο < (πιθανόν) μούρο[1] < αρχαία ελληνική μόρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzme.u.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμέ‐ου‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμέουρο ουδέτερο

 
Κόκκινα σμέουρα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  NODES