Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοίχημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στοίχημα
τα
στοιχήμα
τ
α
γενική
του
στοιχήμα
τ
ος
των
στοιχημά
τ
ων
αιτιατική
το
στοίχημα
τα
στοιχήμα
τ
α
κλητική
στοίχημα
στοιχήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στοίχημα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στοίχημα
ουδέτερο
ένα
ρίσκο
που παίρνει κάποιος αποβλέποντας σε κάποιο
κέρδος
Συγγενικά
επεξεργασία
στοιχηματίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοίχημα
αγγλικά
:
bet
(en)
γαλλικά
:
pari
(fr)
ουκρανικά
:
закладаюся
(uk)