↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχέδιο τα σχέδια
      γενική του σχεδίου
σχέδιου
των σχεδίων
    αιτιατική το σχέδιο τα σχέδια
     κλητική σχέδιο σχέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχέδιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχέδιον, ουδέτερο του σχέδιος < σχεδόν, και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική schizzo[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsçe.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχέ‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχέδιο ουδέτερο

  1. αναπαράσταση ενός αντικειμένου πάνω σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια με τη χρήση γραμμών, συνήθως υπό κλίμακα
  2. η τέχνη του να σχεδιάζεις και το μάθημα που διδάσκει την τέχνη αυτή
    ⮡  έδωσε εξετάσεις στο γραμμικό και το ελεύθερο σχέδιο
  3. μοτίβο
    ⮡  παρατηρούσε τα σχέδια του πλεξίματος στο υφαντό
  4. προσχέδιο
    ⮡  έχω γράψει κάτι, αλλά ακόμα είναι απλώς ένα σχέδιο· θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να το ολοκληρώσω
  5. σκέψη, επιθυμία για κάτι που προγραμματίζω ώστε να πραγματοποιηθεί στο μέλλον
    ⮡  τι σχέδια κάνετε για τις καλοκαιρινές διακοπές;

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  NODES
design 1