σχέδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχέδιο | τα | σχέδια |
γενική | του | σχεδίου & σχέδιου |
των | σχεδίων |
αιτιατική | το | σχέδιο | τα | σχέδια |
κλητική | σχέδιο | σχέδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχέδιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχέδιον, ουδέτερο του σχέδιος < σχεδόν, και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική schizzo[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsçe.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχέ‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχέδιο ουδέτερο
- αναπαράσταση ενός αντικειμένου πάνω σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια με τη χρήση γραμμών, συνήθως υπό κλίμακα
- η τέχνη του να σχεδιάζεις και το μάθημα που διδάσκει την τέχνη αυτή
- ⮡ έδωσε εξετάσεις στο γραμμικό και το ελεύθερο σχέδιο
- μοτίβο
- ⮡ παρατηρούσε τα σχέδια του πλεξίματος στο υφαντό
- προσχέδιο
- ⮡ έχω γράψει κάτι, αλλά ακόμα είναι απλώς ένα σχέδιο· θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να το ολοκληρώσω
- σκέψη, επιθυμία για κάτι που προγραμματίζω ώστε να πραγματοποιηθεί στο μέλλον
- ⮡ τι σχέδια κάνετε για τις καλοκαιρινές διακοπές;
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχέδιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σχέδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας